- Μην αγχώνεσαι (Μα φυσικά! Γιατί δεν το σκέφτηκα;)

Comentários · 567 Visualizações

Μια ιστορία παρακολούθησης της διαδρομής του άγχους. Από την αντίδραση σε ότι μας σερβίρει η ζωή, στην αποδοχή και εσωτερική μετακίνηση...

Το 2008 δούλευα και εργαζόμουν στην Πράγα για μια πολυεθνική, πωλήσεις για την ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση. Είτε παίρνεις τηλέφωνο από την Αθήνα στην Ξάνθη, είτε από την Πράγα, δεν είχε σημασία για την εταιρία μου. Θα έκανα τις επισκέψεις, όλες μαζί, σε ταξίδια ανά τρίμηνο. Είχα μόλις τελειώσει μια εκπαίδευση "αυτοδιαχείρισης" για θέματα πωλήσεων και τηλε-εργασίας. Είχα επίσης κάνει και μια ακόμα πιο "δυνατή" και πανάκριβη εκπαίδευση σε ένα άλλο πιο εντατικό σετ 2 εβδομάδων, εσώκλειστος. Παρουσιάσεις, βιωματικά, παραδείγματα, ασκήσεις, τεστ κλπ, όλα με τον σκοπό να μπορώ να διαχειριστώ πίεση και άγχος, χρόνο και αποφάσεις, προτεραιότητες. Στο τέλος των εκπαιδεύσεων έτυχε και μου έκαναν ένα τεστ άγχους. Έλεγαν πως μέχρι 200-300 πόντους ήμουν καλά. Από 300 και πάνω θα έπρεπε να προσέξω και να κάνω κάτι για να με φροντίσω. Εγώ στο τεστ αυτό έβγαλα 1836 (!). Το περίεργο ήταν πως δεν καταλάβαινα τι εννοούσαν. "Μα εγώ είμαι καλά. Γιατί να ανησυχώ που ανησυχώ;". Φυσικά, ο ύπνος μου ήταν άστατος και αισθανόμουν μια συνεχή κούραση, δυσκολευόμουν να συγκεντρωθώ και όταν σταματούσα τα 10 πράγματα που έκανα ταυτόχρονα, αισθανόμουν πως "κάτι δεν κάνω καλά" πως "κάτι μου λείπει". Συνέχισα την δουλειά μου μη δίνοντας σημασία στο αποτέλεσμα του τεστ, και πιστεύοντας πως απλά είχε λάθος και το "έσπασα" ή δεν το κατάλαβα καλά. Έλεγε: "προσθέστε Χ πόντους για κάθε Ψ συμβάν" όπου το Ψ ήταν από θανάτους και αρρώστιες μέχρι προβλήματα με το αφεντικό και αλλαγή σπιτιού. Όταν το ξανακοίταξα, σκέφτηκα πως "ίσως" είναι πιεσμένη η ζωή μου με θέματα που έχω λίγο-πολύ έλεγχο, ή όχι. Η ζωή όμως δεν σταματούσε "για να σκεφτώ".

Μετά από 9 μήνες, και προς το τέλος κλεισίματος τριμήνου (που είναι μεγάλο θέμα για τους κύκλους εργασίας των πολυεθνικών), λαμβάνω ένα τηλεφώνημα στις 11:00 το πρωί. Καταλαβαίνω από τη φωνή πως είναι ο πατέρας μου: "Μαγκκφφαηη θμμμθφφφ κααααχ..." ...αλλά δεν καταλαβαίνω τι λέει. Μετά την τρίτη προσπάθεια καταλαβαίνω πως εννοούσε "μάγκα, δεν είμαι καλά". Ο πατέρας μου έπασχε χρόνια από μια νευρολογική ασθένεια που του έφερνε αστάθεια και άλλες κινητικές δυσκολίες και σε συνδυασμό με κάποιες ουρολοιμώξεις που πάθαινε όταν έπεφτε συχνά, πλησίαζε ένα είδος αφασίας. "ΩΧ" σκέφτηκα. Με πολλή προσπάθεια κατάλαβα πως έφτασε έρποντας στο τηλέφωνο και με πήρε για βοήθεια. Δεν μπορεί να πάει στην πόρτα και να την ανοίξει (είναι ασφαλείας) και δεν μπορεί να βρει κλειδιά και... τώρα;

Οκ, δεν θα πανικοβληθώ. Κίνηση πρώτη, να επικοινωνήσω με τη γειτόνισσα για να μιλήσει με κλειδαρά και το ΕΚΑΒ όταν έρθει. Χμ. Δεν απαντά. Να πάρω το ΕΚΑΒ εγώ "να έρχεται" γιατί θα κάνει πάνω από ώρα και μέχρι τότε θα βρω κλειδαρά να τους ανοίξει. Τα πενταψήφια νούμερα όμως δεν μπορούσα να τα πάρω από το "εικονικό τηλέφωνο" στην Πράγα οπότε έψαξα για κάποιο απλό νούμερο γραφείου για το ΕΚΑΒ, να με "περάσουν" στα επείγοντα. Οκ. Το κάναμε και αυτό. Σε 2 ώρες λένε θα φτάσουν στο σπίτι του πατέρα μου, περίπου. Στο ενδιάμεσο στέλνω τον κλειδαρά για να ανοίξει. Το τηλέφωνο δεν το είχα, αλλά θυμόμουν το όνομα του και το βρήκα στον Άγιο Γκούγκλ. Θυμήθηκε πως είχαμε μιλήσει όταν τοποθετήσαμε την πόρτα, οπότε με πίστεψε και δεν χρειάστηκε να τον πιέσω πολύ για την... διάρρηξη.
Τελικά, πήγαν, τον πήραν και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Καιρός να αρχίσω να ψάχνω για αεροπορικό εισιτήριο όμως για Ελλάδα. Είναι Δευτέρα και έχω χρόνο μπροστά μου. Ο πατέρας μου συνήθως μένει πάνω από εβδομάδα στο νοσοκομείο. Ίσως και 2. Παίρνω το Γενικό Κρατικό Νίκαιας και αφήνω τηλέφωνα για να με πάρουν αν χρειαστεί κάτι, και ψάχνω... Ακριβά τα εισιτήρια €800+ για εντός μίας εβδομάδας. Δεν έχω πληρωθεί ακόμα για το τρίμηνο και έχω μόλις πάρει καινούργιο λαπτοπ, οπότε δύσκολα τα οικονομικά. Θα τα βρούμε. Θα τους ζητήσω να τον κρατήσουν μια εβδομάδα παραπάνω. 400€ είναι οκ σε δύο εβδομάδες και με ενδιάμεσες στάσεις σε άλλες χώρες, θα γίνει η δουλειά.

Την Τετάρτη το μεσημέρι, μου τηλεφωνούν να μου πουν πως τον βγάζουν την Παρασκευή. "Με δουλεύετε; Ο άνθρωπος ήρθε σε κατάσταση... φυτού και τώρα μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί και να φύγει"; Μου εξηγούν πως "δεν είναι τελείως καλά, αλλά χρειάζεται απλά να μείνει στο κρεβάτι για κάποιον καιρό, και δεν έχει νόημα να μείνει στο νοσοκομείο". Θα τον στείλουν πίσω με το ΕΚΑΒ όπως τον πήραν. Τους εξηγώ κι εγώ πως αν δεν τον κρατήσουν τουλάχιστον μέχρι την επόμενη Δευτέρα, θα χρειαστούν αρκετούς ορθοπεδικούς να τους μαζέψουν τα κόκκαλα όταν φτάσω ή/και τα κανάλια θα τους κυνηγάνε για αποκλειστικό. Στο μεταξύ αποφασίζω πως πρέπει να πάρω το αυτοκίνητο και να κατέβω μέσα στο Σαββατοκύριακο στην Αθήνα. Επικοινωνώ με τον μάνατζερ μου το οποίο είχα ενημερώσει από την αρχή της συνεργασίας μας πως μια τέτοια κατάσταση ήταν πιθανή να συμβεί και έτσι συμφωνώντας να δουλέψω από το γραφείο της Αθήνας, θα ετοιμαζόμουν να φύγω το συντομότερο. Το πλάνο ήταν να φύγω Πέμπτη πρωί και να είμαι εκεί Κυριακή βράδυ. Ετοιμάζομαι, πηγαίνω στο σπίτι, να ετοιμάσω ρούχα, να καθαρίσω λίγο και να αντιγράψω τα αρχεία που θα χρειαστώ στο laptop μου. Όσο είμαι στο στην κουζίνα και ακούω κλασική μουσική στο καθιστικό, έχοντας αφήσει το laptop να αντιγράφει στο περβάζι του παραθύρου, ακούω ένα "μπάφ" και ένα συνεχές "σσσσσ". Σκέφτηκα "κοίτα που θα χάλασε ο ραδιοενισχυτής. Ε δεν πειράζει παλιός είναι. Όταν γυρίσω θα έχω πληρωθεί, ίσως πάρω καινούργιο. Ήταν βίντατζ αλλά...". Σηκώνομαι από την κουζίνα, και πάω στο καθιστικό, μόνο για να δω πως το "μπαμ" ήταν το καλοριφέρ που έσκασε, και έτρεχαν νερά στο πάτωμα, είχαν ρίξει το laptop μου μπρούμυτα σε 3 εκατοστά νερό και άδειαζαν τα βρωμόνερα μιας παλιάς κομμουνιστικής πολυκατοικίας 14 πατωμάτων (τα 10 της γραμμής θέρμανσης από πάνω μου) στο δωμάτιο. Τηλεφωνώ στον ιδιοκτήτη που δεν μιλούσε αγγλικά (και εγώ δεν μιλούσα τσέχικα ακόμα) παρά λίγες κουβέντες, και τον φωνάζω να έρθει και να κανονίσει να βοηθήσει. ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ; Ο υπολογιστής είναι "πνιγμένος" και εγώ ενώ κανονικά την επόμενη το πρωί έπρεπε να φύγω για Αθήνα με αυτοκίνητο, δεν έχω το PC για να κάνω τη δουλειά μου -σε κρίσιμη εποχή- και προσπαθώ να πετάξω τα νερά με κουβάδες από το πάτωμά μου, έξω από το παράθυρο (διότι αλλιώς θα πλημμυρίσει το διαμέρισμα ολόκληρο. Έρχεται και ο ιδιοκτήτης με εναν βοηθό, και κατά τις 02:00 τα ξημερώματα τελειώνουμε, του εξηγώ πως θα φύγω και ας έρθει να κάνει ότι επιδιόρθωση θέλει. Κατάκοπος πέφτω για έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

Την επόμενη, με κύκλους στα μάτια, πηγαίνω στο γραφείο και εξηγώ στον μάνατζερ τι συνέβη. Δεν έχω υπολογιστή. Μου δίνει ένα παλιό μηχάνημα που είχε στο ντουλάπι, αντιγράφω τα ΠΟΛΥ βασικά και στήνω το email μου μέχρι το απόγευμα και ετοιμάζομαι να φύγω με ότι δύναμη μπορώ, απευθείας. Αντί να φύγω πρωί και να φτάσω κατευθείαν στην Βενετία για το καράβι, θα έπρεπε να κάνω μια διανυκτέρευση στη Νότια Τσεχία, όπου είχα κλείσει ένα δωμάτιο από τα λίγα που υπήρχαν εκείνη την εποχή, και να ξεκινήσω το πρωί του Σαββάτου. Γιατί; Διότι, το αυτοκίνητο που είχα ανεβάσει στην Πράγα, δεν ήταν ακριβώς αυτό που όλοι λένε "αυτοκίνητο". Βασικά, ήταν ένα ρώσικο τούβλο με ρόδες, που το χρησιμοποιούσα ως τρακτέρ/παιχνίδι. Στην Πράγα, δεν χρειάζεσαι αυτοκίνητο. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι ΑΡΙΣΤΑ και σε πάνε παντού. Το αυτοκίνητο που είχα οδηγήσει με πολλή υπομονή και παρέα, ήταν ένα Lada Niva με το οποίο έτρεχα σε αγώνες εκτός δρόμου με την παρέα μου στα βουνά της Στερεάς Ελλάδας. Μην φανταστείτε πως με το "έτρεχα" εννοώ ακριβώς αυτό που εννοείτε κι εσείς. Ο θόρυβος εντός δρόμου ήταν ίδιος με εκτός δρόμου, αλλά το ίδιο και η ταχύτητα. Με "σκάρτα 100" χιλιόμετρα ανά ώρα και με τα σφραγίσματα να φεύγουν μετά τα 80 χλμ/ω, μάλλον δεν το είχα σκεφτεί διεξοδικά το "γρήγορο" ταξίδι μου προς το νότο. Επίσης, 1 μήνα πριν, είχα πάει κάπου σχετικά κοντά σε ένα φεστιβάλ παλιού σοβιετικού στρατιωτικού υλικού, όπου
άρματα μάχης του Β παγκοσμίου πολέμου, οχήματα στρατού και "αρχαία" τετρακίνητα οχήματα οργώναν μια μεγάλη πλαγιά και ξέφωτα ανάμεσα σε δάσος (κοινώς τα παιδία παίζει). Εκεί, ακολουθώντας ένα παλιό άρμα, "έχτισα" μέρος του Niva μου με τόση λάσπη που είχε πάει ΠΑΝΤΟΥ. Φυσικά, και στη μηχανή. Συνεπώς, τις επόμενες εβδομάδες αντιμετώπιζα κάποια "ελαφρά" μηχανικά θέματα όπως το ξεκίνημα της μίζας. Αυτό ήταν και μία ακόμα δυσκολία που είχα αλλά που και που. Όχι τόσο συχνά για να με προβληματίσει και να πάω σε μηχανικό. Επειδή όμως μία-δύο και έπαιρνε μπρος δεν του έδωσα σημασία. Επίσης, επειδή είχα σκληροτράχηλα λάστιχα για αγώνες εκτός δρόμου, μεγάλα και "τρακτερωτά", και ήξερα πως αν και δεν θα πάθαινα λάστιχο, (δουλεύουν και με χαμηλή πίεση), θα πήγαινα πιο αργά λόγω κραδασμών. Όλα έτοιμα, για να ξεκινήσω, και ότι είναι ας γίνει. Βάζω μια βαλίτσα με πράγματα στο πίσω κάθισμα, παίρνω το αρχαϊκό laptop του αφεντικού και φεύγω νωρίς το απόγευμα, πάνω που αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες χιονιού για μια -όπως προσπαθούσα να το δω έτσι- "μικρή περιπέτεια, για να σώσω τον πατέρα μου". Κάπως έτσι τέλος πάντων γιατί ήταν τόσα πολλά αυτά που έπρεπε να συνυπολογίσω, που, δεν έδωσα χρόνο για τον φόβο και τον θυμό που αισθανόμουν. Ήμουν όμως μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί με ρόδες να κατεβαίνω προς Ιταλία και αυτό ήταν γεγονός.

Κάποια στιγμή κατά τις εννιά το βράδυ, φτάνω στην πανσιόν που ήταν παγωμένη, και τότε είπε πως θα άναβε ο ιδιοκτήτης την θέρμανση. Παρκάρω το αυτοκίνητο στο γκαράζ μπροστά, με τη μάσκα προς το δρόμο, ώστε στις 05:00 να φύγω κατευθείαν για το λιμάνι της Βενετίας. Σκοπός ήταν να οδηγήσω από την υπόλοιπη Τσεχία, να διασχίσω την Αυστρία, και τις Ιταλικές άλπεις, και να φτάσω το επόμενο απόγευμα στο λιμάνι για να πάρω το πλοίο για την Ηγουμενίτσα και τελικά να καταλήξω στην Αθήνα. Πέφτω λοιπόν για ύπνο, μέσα στο κρύο. Το πρωί, θα άφηνα τα κλειδιά του δωματίου μέσα -σιγά μην ξυπνούσε για να του τα παραδώσω- και θα τραβούσα την πόρτα έχοντας ήδη πληρώσει τον πανδοχέα για μία από τις σύντομες παραμονές που έχει δει -κατά δική του ομολογία. Στην ώρα του, το ξυπνητήρι κάνει την δουλειά του (έχοντας βάλει και ένα δεύτερο για ασφάλεια) και είμαι έτοιμος -αν και παγωμένος σαν σορμπέ- με την βαλίτσα, στο χέρι. Μπαίνω στο "αυτοκίνητο", καθαρίζοντας μερικούς πόντους χιόνι από πάνω του και... τίποτα. Το Niva δεν έπαιρνε μπρος. Η μίζα δεν δούλευε. Εκείνη την ώρα και εκεί που ήμουν, ούτε συνεργεία, ούτε οδική βοήθεια, ούτε ανταλλακτικά/εργαλεία. Οπότε... η μόνη μου ελπίδα ήταν να το σπρώξω, μόνος, με την άσφαλτο να γλιστράει από τον πάγο, μια και ακόμα χιόνιζε. Ευτυχώς, με λίγη πειθώ από την κατηφόρα, η μηχανή ξεκίνησε, ο Ρώσος μου ξύπνησε κι αυτός και φύγαμε για Αυστρία.

Κάπου 2-3 ώρες μετά, στις αυστριακές άλπεις, σε έναν περιφερειακό αυτοκινητόδρομο, ανακάλυψα πως χρειάζομαι βενζίνη. Δυστυχώς όμως, κάπου 2-3 χιλιόμετρα πιο κάτω είχε γίνει ατύχημα λόγω πάγου, με συνέπεια να έχουν ακινητοποιηθεί ουρές αυτοκινήτων. Με εμένα να μην μπορώ να σβήσω τη μηχανή, διότι το πιο πιθανό θα ήταν να μην μπορεί να ξαναπάρει, και το λαμπάκι της ρεζέρβας να με κοιτάζει κατακόκκινο και θυμωμένο, τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Κάπου πιο κάτω, πηγαίνοντας αργά, υπήρχε ένα άνοιγμα στο πλάι του αυτοκινητόδρομου, που έβγαζε σε μια πλαγιά που κατέβαινε και έβγαζε σε ένα χωριό. Περνούσε-δεν περνούσε ένα αυτοκίνητο και η κατάβαση ήταν επικίνδυνη μεν, αλλά τίποτα που δεν είχα ξανακάνει στο παιχνίδι μου στις λάσπες. Έπρεπε να προλάβω τον αγώνα ενάντια στο ρολόι για το καράβι, το βενζινάδικο, την ημερομηνία λήξεως της λειτουργίας του Niva μου. Στα έντρομα μάτια των Αυστριακών με τα Mercedes Station Wagon τους, κάνω μια -κατά το ελληνικότερον- "καγκουριά" και καβαλάω το κράσπεδο και βγαίνω από τον αυτοκινητόδρομο πέφτοντας στο κενό -όπως τους φαινόταν. Με ελιγμούς κατεβαίνω στον επαρχιακό δρόμο και ψάχνω για ένα βενζινάδικο ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ καθότι ήδη από την κατάβαση η μηχανή έκανε διαλείψεις.

Ρωτώντας με αισχρά γερμανικά μια και τα αγγλικά δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στην αυστριακή επαρχία, βρίσκω ένα βενζινάδικό για να γεμίσω... χμμμ, όχι όμως το ντεπόζιτό μου, διότι τα βενζινάδικα δεν επιτρέπουν να δουλεύει η μηχανή όσο βάζεις βενζίνη. Άρα, σταματώ στο πάρκινγκ του, παίρνω ένα μεγάλο δοχείο που είχα για τους αγώνες και τρέχω στην αντλία, τους παρακαλώ να μου το γεμίσουν εξηγώντας όπως μπορούσα. 2-3 ταξίδια πέρα-δώθε, αντλία-αμάξι, και ήμουν γεμάτος, και είχα και ένα γεμάτο δοχείο, για ασφάλεια. Ο Ivan (έτσι είχα ονομάσει το ηρωικό Niva μου) λειτουργούσε ακόμα, και δεν έδειχνε διάθεση να με "αφήσει" στο χιόνι και την θύελλα. Είχα πρόσφατα αντικαταστήσει δε και τον ανεμιστήρα του καλοριφέρ του με το βεντιλατέρ (ανεμιστήρα ψυγείου) από μια μοτοσυκλέτα Kawasaki ZZR600 -ποιος θα το έλεγε πως οι Τσέχοι δεν έχουν ανταλλακτικά πλέον για παλιά αυτοκίνητα ανατολικού μπλοκ;- και μέσα τουλάχιστον ήταν φούρνος το αμάξι. Οπότε, ΒΟΥΡ για Ιταλία.

Αν και τα άλλα αυτοκίνητα στον αυτοκινητόδρομο της βόρειας Ιταλίας με περνούσαν σαν σταματημένο, εγώ είχα την αίσθηση πως πήγαινα με 300. Γιατί; Διότι οι κραδασμοί από τα λάστιχα λάσπης, σε συνδυασμό με έναν τραχύ, παλιό κινητήρα και την παντελή έλλειψη μόνωσης στην καμπίνα επιβατών -ήταν βαριά και δεν άφηνε τα νερά από τα ποτάμια να βγουν όταν έμπαιναν- έδιναν την εντύπωση πως προσπαθεί να απογειωθεί αεροπλανο. Αυτό δεν αντικατοπτριζόταν στην ταχύτητα, δυστυχώς. Πάραυτα, όταν κάποια στιγμή άρχισε να ακούγεται ένας περίεργος θόρυβος-χτύπημα από τις ρόδες, το κατάλαβα και αποφάσισα -αν και τρομαγμένος- να είμαι γενναίος και να βγω να δω τι άλλο με περίμενε. Σταματώ το αυτοκίνητο στην Λωρίδα Εκτάκτου Ανάγκης (ΛΕΑ) και ανακαλύπτω πως δεν λειτουργεί το χειρόφρενο. Ίσως χαλάρωσε από το κρύο, ή έσπασε από τις κακουχίες. Εδώ θα βοηθούσε η βαλίτσα μου, καθότι ΠΑΛΙ δεν μπορούσα να σβήσω την μηχανή, και να βάλω ταχύτητα. Βγαίνω έξω και εντυπωσιασμένος, ανακαλύπτω πως ένα από τα "ακατάστρεπτα" λάστιχα μου έχουν κοπεί στη μέση και ένα μέρος του πέλματος του χτυπά στο αμάξωμα. Πρέπει να αλλάξω λάστιχο. Ναι, αλλά τι λάστιχο; Ίδιο λάστιχο δεν είχα καθότι... "ακατάστρεπτα". Έχω την ρεζέρβα που είναι αρκετές ίντσες μικρότερη, αλλά τι να κάνω; Η επισκευή λάστιχου στο δρόμο δεν γινόταν. Ευτυχώς, οι Άλπεις από τη μεριά της Ιταλίας, ενώ είχαν τσουχτερό κρύο, το χιόνι είχε σταματήσει. Για να αλλάξω ρόδα, χρειαζόταν να σηκώσω το αυτοκίνητο. Να ενημερώσω, πως τα αυτοκίνητα που είναι "ψηλωμένα" κατά μερικούς πόντους και με μεγαλύτερα λάστιχα, είναι τόσο ψηλότερα από το οδόστρωμα (30εκ+) και ειδικά όταν πρέπει να "κρεμάσει" η ρόδα στον αέρα προκειμένου να βγει,οι κανονικοί γρύλλοι δεν μπορουν να τα σηκώσουν επαρκώς. Χρειάζονται λοιπόν κάτι που λέγεται "High-lift". Θα ρωτήσετε, "είχες μαζί σου high-lift;". Φυσικά! Που θα πήγαινα σε ξένη χώρα χωρίς αυτό; Όμως αυτό είναι περίπου ενάμισι μέτρο, και παίρνει πολύ χώρο μέσα στο αμάξι, οπότε ήταν στην σχάρα οροφής του Ivan. Α, και ήταν βιδωμένο και κλειδωμένο με 2 γαϊδουρο-λουκέτα και τα κλειδιά ήταν... στο διαμέρισμά μου στην Πράγα. Οπότε... Ιδέα: Παίρνω το τσεκούρι που έχω στο πορτ μπαγκάζ -φυσικά, για να κόβω μεγάλα κλαδιά που δεν μπορώ να περάσω από πάνω- και με το πίσω μέρος του, σκαρφαλωμένος στην οροφή ενός Niva, στην ΛΕΑ ενός Ιταλικού αυτοκινητοδρόμου, πάνω σε ένα αυτοκίνητο σταματημένο από μια βαλίτσα, με την μηχανή να δουλεύει, κοπανούσα τα λουκέτα μισού κιλού βάρους το κάθε ένα, μπροστά στα μάτια των διερχόμενων οδηγών που φυσικά είχαν βλέμματα που ούτε μπορούσα, ούτε είχα το μυαλό να ερμηνεύσω. Και ναι, τα λουκέτα έσπασαν, το High-Lift απελευθερώθηκε, ο τροχός άλλαξε σε κάτι που έμοιαζε αστείο. Τα πέταξα όλα μέσα και ο Ιβάν, "κουτσαίνοντας", συνέχισε την πορεία του -έστω και καθυστερημένος- για την Βενετία.

Η άφιξη, στο Μέστρε της Βενετίας, κατά τις 8 το βράδυ. Ιδρωμένος, κουρασμένος -ποιος θα το περίμενε πως όλες αυτές οι δονήσεις στο "αυτοκίνητο" θα ήταν κουραστικές- και καταβρώμικος. Το καράβι θα έφευγε στι 10 το πρωί της επόμενης και εγώ θα έπρεπε να είμαι σίγουρος πως θα είμαι μέσα. Είπαμε, οι γιατροί ήταν ανένδοτοι και ο πατέρας μου θα έβγαινε σε μιάμιση μέρα. Είχα ένα αυτοκίνητο που είχε χάσει ένα μέρος της οπτικής "αγριάδας" του με την -σχετικά- μικρή ρόδα που είχα αλλάξει, αλλά το κυριότερο, θα έπρεπε να αποφασίσω που θα το αφήσω, γιατί δεν θα μπορούσε να μην σβήσει η μηχανή του για τις επόμενες 10 ώρες. Απλά δεν το ρισκάριζα. Έπρεπε να πάω σε ένα πάρκινγκ με κατηφόρα. Αλλά που; Πως; Στην παλιά πόλη της Βενετίας, δίπλα στο λιμάνι υπήρχε ένα πενταόροφο κτίριο στάθμευσης. Με λίγη συνεννόηση και κατανόηση από τους ιθύνοντες ανέβηκα στην ταράτσα με τον Ιβάν και τον πάρκαρα ακριβώς απέναντι από τη ράμπα. 2 τόνοι αυτοκίνητο + λάσπη δεν θα ήταν εύκολο να το σπρώξω το πρωί και ίσως να μην ξεκινούσε αμέσως. Τα εισιτήρια του πλοίου ήταν προ-αγορασμένα και στην τσάντα μου. Το μόνο που είχα να κάνω, ήταν να είμαι εκεί όταν θα άνοιγε ο καταπέλτης του. Οι δικαιολογίες για καθυστέρηση θα ήταν άχρηστες. Αφήνω τον Ιβάν να με κοιτάζει όσο απομακρυνομουν με τη βαλίτσα μου κατεβαίνοντας το πάρκινγκ (αλήθεια, έχουν βάλει άραγε ασανσέρ από τότε;) με προορισμό, ένα γραφείο ευρέσεως καταλύματος μέσα στον σταθμό των τρένων της παλιάς πόλης της Βενετίας. Με όλον τον κόσμο να με κοιτάζει, σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, έφτασα κατάκοπος εκεί, με την κοπελιά στον γκισέ να μου λέει "εμ... μια στιγμή, διότι το δωμάτιό σας το έχουν δώσει. Δώστε μου ένα λεπτό.". Τα κουρασμένα μου πόδια, κόπηκαν τελείως. Ήμουν έτοιμος να καθίσω στην άκρη και απλά να κοιμηθώ εκεί, επάνω στη βαλίτσα μου. Κουρασμένος, πεινασμένος, διψασμένος, ούτε να κλάψω δεν μπορούσα. Η κοπέλα λοιπόν, μου κάνει νεύμα να πλησιάσω. Πάω και μου λέει πως επειδή ήταν δικό τους το λάθος και το 2άστερο δωμάτιο που μου είχαν κλείσει το είχαν δώσει, θα μου δώσουν σουίτα σε ένα 4άστερο ξενοδοχείο πάνω σε ένα από τα κανάλια, χωρίς έξτρα χρέωση(!). Κάπου εκεί, χαμογέλασα. Νομίζω πως ΤΟΤΕ ήταν που πρέπει να δάκρυσα λίγο, την ώρα που την ευχαριστούσα παίρνοντας το δρόμο για το ξενοδοχείο, κατάκοπος αλλά αναθαρρυμένος, σέρνοντας μια βαλίτσα πίσω μου και μοιάζοντας πιο πολύ με ζητιάνο παρά με "περήφανο στέλεχος πολυεθνικής".

Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, φοβόμουν πως αν με έβλεπαν έτσι θα είχα περισσότερες πιθανότητες να φωνάξουν την αστυνομία παρά να μου δώσουν σουίτα. Άλλαξα σε ένα απόμερο δρομάκι μπλουζα με μία καθαρή από τη βαλίτσα, ξεσκονίστηκα, χτένισα λίγο τη λίγδα που είχα για μαλλί -κάνοντας μια σημείωση στο μυαλό μου να πλύνω τη βούρτσα οπωσδήποτε αργότερα- και μάζεψα τις τελευταίες ικμάδες ενέργειας που μου έμειναν για να χαμογελάσω στη ρεσεψιόν για να μου επιτρέψουν να κοιμηθώ σαν άνθρωπος απόψε. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου μήπως και ήταν λάθος του πρακτορείου ΚΑΙ αυτό. Μήπως με χρέωναν κάτι παράλογο, καθότι είχα υπόψη μου πως το κόστος της βραδιάς για τα απλά δωμάτια σε τέτοια ξενοδοχεία ήταν 300 και 400 ευρώ και όχι το 60άρι που είχα προπληρώσει. Πόσο μάλλον για σουίτα; Με χαμόγελο ο ρεσεψιονίστ, με ενημέρωσε πως όλα ήταν τακτοποιημένα και μου έδωσε την κάρτα του δωματίου. Ανέβηκα πάνω -εντάξει, δεν υπήρχε bell-boy και χάρηκα γι αυτό, θα παραήταν γελοίο- και ανοίγοντας να μπω, ντράπηκα να πατήσω, ΚΑΝ με τις κάλτσες. Επρόκειτω για μια σουίτα 2 δωματίων συν σαλόνι, μπάνιο με τζακούζι, όλο με μάρμαρο, βαριές βελούδινες κουρτίνες και ένα κρεβάτι που πρέπει να είχε έναν δικό του ταχυδρομικό κωδικό. Ήταν αργά. Ήξερα πως δεν θα προλάβαινα πολλά μέρη ανοιχτά για να φάω και βασιζόμουν στις 24ωρες πιτσαρίες για το δείπνο μου. Τα εστιατόρια θα ήταν κλειστά όταν θα τελείωνα το μπάνιο μου, και έπρεπε να φάω άμεσα. Τίποτε άλλο δεν ήταν στο νου μου. Ούτε ο πατέρας μου, ούτε το αμάξι, ούτε το πλοίο, ούτε το βρεγμένο διαμέρισμά μου στην Πράγα, ούτε το τρίμηνο, ούτε καν το αν θα κατάφερνα να φέρω τις επόμενες ημέρες εις πέρας. Δεν είχα πλάνο. Τώρα, το μόνο που ήθελα ήταν να πλυθώ, να φάω και να δω για λίγη ώρα ένα μέρος της πόλης που ήθελα πάντα να ζήσω την αύρα, με την ησυχία μου. Η λίγη ώρα που είχα στη διάθεσή μου ήταν κρίμα, αλλά ήθελα να απορροφήσω μια αίσθηση που ήξερα πως θα ήταν ίδιου βεληνεκούς με την Πράγα. Ήθελα να φροντιστώ, για να μαζέψω δυνάμεις. Έστω λίγο, για λίγο, από το καλύτερο που μπορούσα να έχω.

Κοιτώντας τα μαύρα νερά των καναλιών, τις γέφυρες, τα παλιά κτίρια και αγάλματα, τα μισοβυθισμένα καλντερίμια, τις βιτρίνες με πανέμορφα πράγματα, άφησα να κυλήσουν από πάνω μου οι ταλαιπωρίες και οι ανησυχίες. Κάθε φορά που έμπαινα στον πειρασμό να σκεφτώ τι θα κάνω, αν και πως θα το κάνω κλπ, έλεγα, "όχι. Τώρα είναι καιρός να αφήσω τις αισθήσεις μου να απολαύσουν το εδώ και τώρα. Το αύριο είναι αύριο". Στην επιστροφή στο παλάτι που είχε γίνει ξενοδοχείο, στο μπαρ του, πήρα ένα ποτό, άφησα τις μυρωδιές να με πάνε μακρύτερα ακόμα και όταν τα μάτια μου ήταν έτοιμα να μην ξανα-ανοίξουν, η φευγάτες σκέψεις του αυριανού "γολγοθά" ήταν εκεί, αλλά "μαντρωμένες". Φυσικά, το πάπλωμα ήταν πιο αφράτο κι από μαλλί της γριάς και ζεστό. Το κεφάλι μου μόλις και μετά βίας κατάφερε να φτάσει στο πουπουλένιο μαξιλάρι πριν κοιμηθώ.

Το πρωί οι ακτίνες του ηλίου μόλις με χάιδεψαν στα βλέφαρα περνώντας από μια χαραμάδα στις βαριές κουρτίνες. Αποφάσισα να φάω ένα πρωινό δίπλα στο κανάλι και να ξεκινήσω για την συνέχεια της περιπέτειάς μου. Πήρα τη βαλίτσα μου και ξεκίνησα να δω αν ο Ιβάν θα μου έκανε τη χάρη. Περπάτησα στο ελαφρό αεράκι και τον ήλιο της πόλης, με τα βαρκάκια και τα ταχύπλοα, τον κόσμο που έβγαινε στον "ήλιο με δόντια" για να πιει τον εσπρέσσο του. Έφτασα τελικά στο πολυώροφο πάρκινγκ και κοίταξα επάνω, μη γνωρίζοντας τι με περιμένει.

Το πολυπαθές Niva αρνούνταν να πάρει μπρος-φυσικά. Τώρα και η μπαταρία είχε "ξελιγωθεί". Όπως το περίμενα, με ένα σπρώξιμο, ξεκίνησε και με πήγε στην ώρα μου στο καράβι. Μπήκα μέσα, φροντίζοντας να συνεννοηθώ με το ελληνικό πλήρωμα πως χρειάζεται να σβήσω τη μηχανή μπροστά-μπροστά στην ράμπα του πάνω ορόφου, για να πάρει μπρος με το που θα φτάσουμε (μην καθυστερήσω τους άλλους οδηγούς άδικα). Ήλπιζα στην αρχή του ταξιδιού μου να έβγαινα στην Ηγουμενίτσα και να γλίτωνα το αργό κομμάτι με το καράβι μέχρι την Πάτρα, αλλά δεν ήταν ώρα για να το ρισκάρω να κάνω παραπάνω απόσταση με το... "πληγωμένο" τρακτέρ μου. Λίγος ο κόσμος, άδειο το κατάστρωμα και ένα καλό βιβλίο, μαζί με τις καραβίσιες μακαρονάδες ελληνικού τύπου, μου κράτησαν παρέα μέχρι να φτάσω. Το τρενάκι του τρόμου δεν είχε σταματήσει βέβαια. Στην αποβίβαση, τα φρένα κόλλησαν για λίγο και πεισμάτωσε ο Ιβάν αλλά η μίζα δούλεψε (!) ως δια μαγείας, χωρίς να της κάνω κάτι, ίσως για να με χλευάσει. Η ρεζέρβα έχανε αέρα και τελικά έφτασα στην Αθήνα, με μικρές απώλειες, αλλά αυτό που πλέον συνέβαινε, ήταν να "παρακολουθώ" τις επιπλοκές της ζωής μου, ως αυτό ακριβώς: επιπλοκές. Έμοιαζε εκείνο το μπάνιο στην τυχαία σουίτα, να ξέπλυνε από πάνω μου το άγχος. Αλλά ήξερα πως δεν ήταν τότε που σταμάτησα να "χάνομαι" στο κυνήγι της πραγματικότητάς μου, αλλά μερικά λεπτά πριν, όταν ο φόβος του να μην έχω που να μείνω το βράδυ, ήταν "το άχυρο που έσπασε την πλάτη του γαϊδάρου". Τότε ήταν που αφέθηκα στο σύμπαν. Εκείνο το "ας είναι¨, ήταν ένας διακόπτης. Θυμήθηκα δε, πως μπορεί στην κοπελιά του γκισέ στον σταθμό να έριξα ένα δάκρυ, αληθινό μεν αλλά μετά, καθήμενος στα σκαλάκια να χασκογέλασα για την κατάστασή μου. "Σύμπαν μου κάνεις πλάκα" είπα, μιλώντας στον εαυτό μου. Ίσως λοιπόν να ήταν πλάκα, ίσως όχι. Αυτό δεν άλλαζε τα γεγονότα, παρά μόνο το πως τα έβλεπα.

Στις επόμενες ώρες οδήγησης -ελάχιστες σε σχέση με αυτές της κεντρικής Ευρώπης- και μάλιστα "εντός έδρας" αισθανόμουν σαν το γυρίνο που γύρισε στην λιμνούλα του. Τότε είχα τον χρόνο να ανασυστήσω τις σκέψεις μου, να αφουγκραστώ τι αισθανόμουν για όλα αυτά που συνέβησαν, να σκεφτώ πως ήμουν τυχερός μέσα στις ατυχίες μου και να προγραμματίσω τι θα κάνω και πως θα το κάνω στις επόμενες κινήσεις μου σε σχέση με την υγεία του πατέρα μου και την όλη κατάστασή του. Με τους εσωτερικούς πανικούς μέσα μου να καταλαγιάζουν, ήταν εντυπωσιακό πως μου φαινόταν να έχω περισσότερες επιλογές. Ε, κι αν δεν έβλεπα κάποιες από αυτές, αν δεν ενέδιδα στον τρόμο της επόμενης πτώσης στο ντόμινο, θα ήταν σαν να σταματούσα μια χιονοστιβάδα. Φυσικά και δεν ήταν ρόδινες οι επόμενες ημέρες και η πίεση για να "βγουν" και να καλύψω τα κενά ήταν μεγάλη. Αλλά αισθανόμουν περισσότερο σαν υγρό που έχει περιορισμένη συμπίεση και κρατά τον όγκο του, παρά σαν αέριο που μπορεί να συμπιεστεί παράλογα και μετά να "σκάσει". Ήταν σαν να βρήκα το δικό μου χώρο, την δική μου σύσταση και αυτό έκανε τη διαφορά.

Μετά από χρόνια ξαναπέρασα από την Βενετία, πάλι για το ίδιο ταξίδι, με περισσότερη άνεση και καλή παρέα, με λίγο παραπάνω χρόνο να δω μια πανέμορφη πόλη, όπως την είχα υποψιαστεί εκείνη την φορά με τον Ιβάν. Για κάποιο λόγο δεν ήταν τόσο γλυκιά η εμπειρία. Από τότε, το Niva δεν γύρισε ποτέ να κάνει παρέα στο στρατιωτικό υλικό της Τσεχίας, σε φεστιβάλ με άπειρη μπύρα και τζαζ, αντί αυτού επωλήθη φτηνά σε έναν Αρμένη που το επαναπάτρισε σε μέλος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ο πατέρας μου, από τότε ήταν συνεχώς μέσα-έξω από νοσοκομεία και έπρεπε να έχω κόσμο να τον προσέχει όσο πιο στενά δεχόταν, μέχρι που κατέπεσε και πέθανε σε ένα ίδρυμα. Εγώ αν και γύρισα στην Τσεχία μετά από περίπου ένα μήνα, φρόντισα να έχουμε πει κάποια πράγματα. Ήξερα πως έπρεπε πριν ξαναφύγω να έχουμε γελάσει και κλάψει για τα πράγματα που κουβαλούσα φόβους και θυμούς και τον αφορούσαν. Η δουλειά στην Πράγα, έδωσε την θέση της σε μία άλλη στην Ελλάδα, στην ίδια πολυεθνική και έγινε το εφαλτήριο για τον νέο δρόμο μου για μια νέα οικογένεια και νέα καριέρα στην ψυχική υγεία.

Δεν μπορώ να σας πω πως ακόμα και τώρα δεν με "αρπάζει" ο πανικός της αντίδρασης σε εντυπωσιακές συμπτώσεις ατυχημάτων στη ζωή μου, αλλά κάπου στη μέση της χιονοστιβάδας, αναγνωρίζω πως ως αντι-Συσσιφικά, σταματώ να σπρώχνω την κατηφόρα των βράχων και κάνω στην άκρη, κοιτώντας "την ταινία που εξελίσσεται" μπροστά στα μάτια μου και ψάχνω να δω που είμαι εγώ μέσα σε όλο αυτό. Όπως ίσως καταλάβατε, αυτός ο μακρύς "εφιάλτης", είναι κάτι που θυμάμαι με αγάπη, παρόλη τη φόρτιση που μου είχε φέρει. Το μόνο όμως που λυπάμαι και μου έλειψε στο πενθήμερο εκείνο ήταν κάποιος για να το μοιραστώ πραγματικά, μαζί με τα συναισθήματά μου και να γελάσουμε μαζί. Όμως ξέρω πως αν δεν ήμουν μόνος μου, να καταλάβω "στο πετσί μου" τι συμβαίνει, να φτάσω στον στιγμιαίο "πάτο" της αντοχής μου και να καταλάβω τι είναι σημαντικό για μένα -και δεν εννοώ ένα τετράστερο ξενοδοχείο στο κανάλι της Βενετίας, ξέρετε τι εννοώ...- δεν θα ξεκινούσα να μαθαίνω να φροντίζω τον εαυτό μου.

Αυτό είναι ένα μάθημα που χρειαζόταν να πάρω, κάνοντας το από τον μακρύ δρόμο και όχι "κλέβοντας". Θυμάμαι όπως μου είχε πει ο Έλληνας συνάδελφος πριν ξεκινήσω για την Οδύσσειά μου, όταν την σχεδίαζα πανικοβλημένος: "Μην αγχώνεσαι". Και το πιο αστείο -τώρα το καταλαβαίνω- είναι πως δεν ήξερα γιατί ήθελα να τον πνίξω. Ίσως διότι είχε δίκιο ή διότι ήταν το πιο χαζό πράγμα που είχα ακούσει; Ίσως γιατί δεν το σκέφτηκα; Μάλλον επειδή δεν το βίωσα έτσι.


ΥΓ: Περίεργο πράγμα η μνήμη τι ανασύρει και πότε.

 
Comentários